Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κήδευμα
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κῆδος
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηκίς
κηκίω
κήλεος
κηλέω
View word page
κηδευτής
κηδευτής κηδευτής, οῦ, = κηδεμών, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηδευτής
Headword (normalized):
κηδευτής
Headword (normalized/stripped):
κηδευτης
IDX:
17845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17863
Key:
khdeuth/s

Data

{'content': 'κηδευτής\n κηδευτής, οῦ,\n = κηδεμών, Anth.', 'key': 'khdeuth/s'}