Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
ἀμμορία
ἄμμορος
ἄμμος
ἀμμότροφος
Ἀμμωνίς
Ἄμμων
ἀμνάς
ἀμνεῖος
ἀμνημόνευτος
ἀμνημονέω
ἀμνημοσύνη
View word page
ἀμμορία
ἀμμορία cf. ἄμορος what is not oneʼs fate, bad fortune, Od.

ShortDef

not one's fate, portion
[del. as per Rev.Supp.]

Debugging

Headword:
ἀμμορία
Headword (normalized):
ἀμμορία
Headword (normalized/stripped):
αμμορια
IDX:
1786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1786
Key:
a)mmori/a1

Data

{'content': 'ἀμμορία\n cf. ἄμορος\n what is not oneʼs fate, bad fortune, Od.', 'key': 'a)mmori/a1'}