Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κεφαλῖνος
κεφάλιον
κεφαλίς
Κεχηναῖοι
κεχωρισμένως
Κέως
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κήδευμα
κηδευτής
κηδεύω
κήδιστος
κῆδος
κηδόσυνος
View word page
κηδεμονικός
κηδεμονικός κηδεμονικός, ή, όν provident, careful: adv. -κῶς, Luc. from κηδεμών
ShortDef
provident, careful
Debugging
Headword:
κηδεμονικός
Headword (normalized):
κηδεμονικός
Headword (normalized/stripped):
κηδεμονικος
IDX:
17839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17857
Key:
khdemoniko/s
Data
{'content': 'κηδεμονικός\n κηδεμονικός, ή, όν\n provident, careful: adv. -κῶς, Luc.\n from κηδεμών', 'key': 'khdemoniko/s'}