Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
ἀμμορία
ἄμμορος
ἄμμος
ἀμμότροφος
Ἀμμωνίς
Ἄμμων
ἀμνάς
ἀμνεῖος
ἀμνημόνευτος
ἀμνημονέω
View word page
ἀμμέσον
ἀμμέσον poet. for ἀνὰ μέσον.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμμέσον
Headword (normalized):
ἀμμέσον
Headword (normalized/stripped):
αμμεσον
IDX:
1785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1785
Key:
a)mme/son
Data
{'content': 'ἀμμέσον\n poet. for ἀνὰ μέσον.', 'key': 'a)mme/son'}