Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλαλγία
κεφαλή
κεφαλῖνος
κεφάλιον
κεφαλίς
Κεχηναῖοι
κεχωρισμένως
Κέως
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
View word page
κεφάλιον
κεφάλιον κεφάλιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of κεφαλή, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κεφάλιον
Headword (normalized):
κεφάλιον
Headword (normalized/stripped):
κεφαλιον
IDX:
17830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17848
Key:
kefa/lion
Data
{'content': 'κεφάλιον\n κεφάλιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of κεφαλή, Plut.', 'key': 'kefa/lion'}