Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλαλγία
κεφαλή
κεφαλῖνος
κεφάλιον
κεφαλίς
Κεχηναῖοι
κεχωρισμένως
Κέως
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
View word page
κεφαλαλγία
κεφαλαλγία from κεφᾰλαλγής κεφαλαλγία, ἡ, head-ache: later κεφαλαλγίη, Luc.
ShortDef
head-ache
Debugging
Headword:
κεφαλαλγία
Headword (normalized):
κεφαλαλγία
Headword (normalized/stripped):
κεφαλαλγια
IDX:
17827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17845
Key:
kefalalgi/a
Data
{'content': 'κεφαλαλγία\n from κεφᾰλαλγής\n κεφαλαλγία, ἡ,\n head-ache: later κεφαλαλγίη, Luc.', 'key': 'kefalalgi/a'}