Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλαλγία
κεφαλή
κεφαλῖνος
κεφάλιον
κεφαλίς
Κεχηναῖοι
κεχωρισμένως
Κέως
κηδεία
κήδειος
View word page
κεφαλαλγής
κεφαλαλγής κεφᾰλ-αλγής, ές ἀλγέω causing headache, Xen.
ShortDef
causing headache
Debugging
Headword:
κεφαλαλγής
Headword (normalized):
κεφαλαλγής
Headword (normalized/stripped):
κεφαλαλγης
IDX:
17826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17844
Key:
kefalalgh/s
Data
{'content': 'κεφαλαλγής\n κεφᾰλ-αλγής, ές\n ἀλγέω\n causing headache, Xen.', 'key': 'kefalalgh/s'}