Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κεστός
κέστρα
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλαλγία
κεφαλή
κεφαλῖνος
κεφάλιον
κεφαλίς
Κεχηναῖοι
κεχωρισμένως
Κέως
View word page
κεφαλαιώδης
κεφαλαιώδης κεφᾰλαι-ώδης, ες εἶδος capital, principal, chief, Luc.:—adv. -δῶς, summarily, Arist.

ShortDef

capital, principal, chief

Debugging

Headword:
κεφαλαιώδης
Headword (normalized):
κεφαλαιώδης
Headword (normalized/stripped):
κεφαλαιωδης
IDX:
17824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17842
Key:
kefalaiw/dhs

Data

{'content': 'κεφαλαιώδης\n κεφᾰλαι-ώδης, ες\n εἶδος\n capital, principal, chief, Luc.:—adv. -δῶς, summarily, Arist.', 'key': 'kefalaiw/dhs'}