Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαλγής
κεφαλαλγία
κεφαλή
View word page
κευθμών
κευθμών κευθμών, ῶνος, κεύθω a hiding place, hole, corner, Od.; κευθμῶνες ὀρέων the hollows of the mountains, Pind., Eur. of the nether world, the abyss, Hes., Aesch. in Aesch. Eum. 805 = ἄδυτον, a sanctuary.

ShortDef

a hiding place, hole, corner

Debugging

Headword:
κευθμών
Headword (normalized):
κευθμών
Headword (normalized/stripped):
κευθμων
IDX:
17818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17836
Key:
keuqmw/n

Data

{'content': 'κευθμών\n κευθμών, ῶνος,\n κεύθω\n a hiding place, hole, corner, Od.; κευθμῶνες ὀρέων the hollows of the mountains, Pind., Eur.\n of the nether world, the abyss, Hes., Aesch.\n in Aesch. Eum. 805 = ἄδυτον, a sanctuary.', 'key': 'keuqmw/n'}