Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
View word page
κεστός
κεστός κεστός, ή, όν κεντέω stitched, embroidered, κεστὸς ἱμάς of Aphroditeʼs charmed girdle, Il. later, κεστός, οῦ, as Subst., Lat. cestus, Anth., Luc.

ShortDef

stitched, embroidered

Debugging

Headword:
κεστός
Headword (normalized):
κεστός
Headword (normalized/stripped):
κεστος
IDX:
17814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17832
Key:
kesto/s

Data

{'content': 'κεστός\n κεστός, ή, όν\n κεντέω\n stitched, embroidered, κεστὸς ἱμάς of Aphroditeʼs charmed girdle, Il.\n later, κεστός, οῦ, as Subst., Lat. cestus, Anth., Luc.', 'key': 'kesto/s'}