Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλάδιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
View word page
κέρχνη
κέρχνη κέρχνη, ἡ, a kind of hawk, the kestrel; also

ShortDef

a kind of hawk

Debugging

Headword:
κέρχνη
Headword (normalized):
κέρχνη
Headword (normalized/stripped):
κερχνη
IDX:
17813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17831
Key:
ke/rxnh

Data

{'content': 'κέρχνη\n κέρχνη, ἡ,\n a kind of hawk, the kestrel; also', 'key': 'ke/rxnh'}