Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
ἀμμορία
ἄμμορος
ἄμμος
ἀμμότροφος
Ἀμμωνίς
Ἄμμων
ἀμνάς
ἀμνεῖος
View word page
ἀμιχθαλόεις
ἀμιχθαλόεις μίγνυμι epith. of Lemnos, inaccessible, inhospitable, Il.

ShortDef

inaccessible, inhospitable

Debugging

Headword:
ἀμιχθαλόεις
Headword (normalized):
ἀμιχθαλόεις
Headword (normalized/stripped):
αμιχθαλοεις
IDX:
1783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1783
Key:
a)mixqalo/eis

Data

{'content': 'ἀμιχθαλόεις\n μίγνυμι\n epith. of Lemnos, inaccessible, inhospitable, Il.', 'key': 'a)mixqalo/eis'}