Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
View word page
κεροφόρος
κεροφόρος κερο-φόρος, ον φέρω = κερασφόρος, horned, Eur.
ShortDef
horned
Debugging
Headword:
κεροφόρος
Headword (normalized):
κεροφόρος
Headword (normalized/stripped):
κεροφορος
IDX:
17808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17826
Key:
kerofo/ros
Data
{'content': 'κεροφόρος\n κερο-φόρος, ον\n φέρω\n = κερασφόρος, horned, Eur.', 'key': 'kerofo/ros'}