Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
κευθάνω
κευθμός
View word page
κεροῦχος
κεροῦχος κερ-οῦχος, ον ἔχω having horns, horned, Babr.

ShortDef

having horns, horned

Debugging

Headword:
κεροῦχος
Headword (normalized):
κεροῦχος
Headword (normalized/stripped):
κερουχος
IDX:
17807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17825
Key:
kerou=xos

Data

{'content': 'κεροῦχος\n κερ-οῦχος, ον\n ἔχω\n having horns, horned, Babr.', 'key': 'kerou=xos'}