Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κερματιστής
κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
κευθάνω
View word page
κερουχίς
κερουχίς κερουχίς, ίδος fem. of κεροῦχος, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κερουχίς
Headword (normalized):
κερουχίς
Headword (normalized/stripped):
κερουχις
IDX:
17806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17824
Key:
kerouxi/s

Data

{'content': 'κερουχίς\n κερουχίς, ίδος\n fem. of κεροῦχος, Theocr.', 'key': 'kerouxi/s'}