Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κερμάτιον
κερματιστής
κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
κεστός
κέστρα
View word page
κερουτιάω
κερουτιάω κερουτιάω, κέρας to toss the horns, Lat. cornua tollere: metaph. of persons, to toss the head, give oneself airs, Ar.

ShortDef

to toss the horns

Debugging

Headword:
κερουτιάω
Headword (normalized):
κερουτιάω
Headword (normalized/stripped):
κερουτιαω
IDX:
17805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17823
Key:
keroutia/w

Data

{'content': 'κερουτιάω\n κερουτιάω,\n κέρας\n to toss the horns, Lat. cornua tollere: metaph. of persons, to toss the head, give oneself airs, Ar.', 'key': 'keroutia/w'}