Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτόμιος
κέρχνη
View word page
κεροτυπέω
κεροτυπέω κερο-τῠπέω, τύπτω to butt with the horns:—Pass., of ships in a storm, buffeted, Aesch.
ShortDef
to butt with the horns
Debugging
Headword:
κεροτυπέω
Headword (normalized):
κεροτυπέω
Headword (normalized/stripped):
κεροτυπεω
IDX:
17803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17821
Key:
kerotupe/w
Data
{'content': 'κεροτυπέω\n κερο-τῠπέω,\n τύπτω\n to butt with the horns:—Pass., of ships in a storm, buffeted, Aesch.', 'key': 'kerotupe/w'}