Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κέρκυρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
View word page
κερόεις
κερόεις horned, Eur. of horn, of a flute, Anth.

ShortDef

horned

Debugging

Headword:
κερόεις
Headword (normalized):
κερόεις
Headword (normalized/stripped):
κεροεις
IDX:
17801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17819
Key:
kero/eis

Data

{'content': 'κερόεις\n horned, Eur.\n of horn, of a flute, Anth.', 'key': 'kero/eis'}