Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κέρκουρος
Κέρκυρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
κεροίαξ
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κερουχίς
κεροῦχος
κεροφόρος
κερτομέω
κερτόμησις
View word page
κερόδετος
κερόδετος κερό-δετος, ον bound with or made of horn, Eur.
ShortDef
bound with, made of, horn
Debugging
Headword:
κερόδετος
Headword (normalized):
κερόδετος
Headword (normalized/stripped):
κεροδετος
IDX:
17800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17818
Key:
kero/detos
Data
{'content': 'κερόδετος\n κερό-δετος, ον\n bound with or made of horn, Eur.', 'key': 'kero/detos'}