Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
ἀμμορία
ἄμμορος
ἄμμος
ἀμμότροφος
Ἀμμωνίς
Ἄμμων
View word page
ἀμίς
ἀμίς a chamber-pot, Ar.

ShortDef

a chamber-pot

Debugging

Headword:
ἀμίς
Headword (normalized):
ἀμίς
Headword (normalized/stripped):
αμις
IDX:
1781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1781
Key:
a)mi/s

Data

{'content': 'ἀμίς\n a chamber-pot, Ar.', 'key': 'a)mi/s'}