Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κερδίων
κέρδος
κερδοσύνη
κερδῷος
κερδώ
κερκιδοποιική
κερκίζω
κερκίς
κέρκος
κέρκουρος
Κέρκυρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
κέρνος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κερόεις
View word page
Κέρκυρα
Κέρκυρα Κέρκῡρα, ἡ, the island Corcyra, now Corfu, Hdt., etc.: —adj. Κερκυραῖος, η, ον Corcyraean, Hdt., etc.:— τὰ Κερκυραϊκά, the affairs of Corcyra, Thuc.
ShortDef
Corcyra
Debugging
Headword:
Κέρκυρα
Headword (normalized):
κέρκυρα
Headword (normalized/stripped):
κερκυρα
IDX:
17791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17809
Key:
*ke/rkura
Data
{'content': 'Κέρκυρα\n Κέρκῡρα, ἡ,\n the island Corcyra, now Corfu, Hdt., etc.: —adj. Κερκυραῖος, η, ον Corcyraean, Hdt., etc.:— τὰ Κερκυραϊκά, the affairs of Corcyra, Thuc.', 'key': '*ke/rkura'}