Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κεράω
Κέρβερος
κερδαίνω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδίων
κέρδος
κερδοσύνη
κερδῷος
κερδώ
κερκιδοποιική
κερκίζω
κερκίς
κέρκος
κέρκουρος
Κέρκυρα
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερμάτιον
κερματιστής
View word page
κερκιδοποιική
κερκιδοποιική κερκιδοποιός (sc. τέχνη) the art of the shuttle-maker, Arist.
ShortDef
the art of the shuttle-maker
Debugging
Headword:
κερκιδοποιική
Headword (normalized):
κερκιδοποιική
Headword (normalized/stripped):
κερκιδοποιικη
IDX:
17786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17804
Key:
kerkidopoiikh/
Data
{'content': 'κερκιδοποιική\n κερκιδοποιός\n (sc. τέχνη) the art of the shuttle-maker, Arist.', 'key': 'kerkidopoiikh/'}