Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
View word page
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρόομαι ἄγκιστρον Pass. to be furnished with barbs, Plut.
ShortDef
to be furnished with barbs
Debugging
Headword:
ἀγκιστρόομαι
Headword (normalized):
ἀγκιστρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αγκιστροομαι
IDX:
178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n178
Key:
a)gkistro/omai
Data
{'content': 'ἀγκιστρόομαι\n ἄγκιστρον\n Pass. to be furnished with barbs, Plut.', 'key': 'a)gkistro/omai'}