Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
ἀμμορία
ἄμμορος
ἄμμος
View word page
ἀμισθί
ἀμισθί adv of ἄμισθος Eur., Dem., χρημάτων ἀμ. without reward of money, Plut.

ShortDef

without reward

Debugging

Headword:
ἀμισθί
Headword (normalized):
ἀμισθί
Headword (normalized/stripped):
αμισθι
IDX:
1778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1778
Key:
a)misqi/

Data

{'content': 'ἀμισθί\n adv of ἄμισθος\n Eur., Dem., χρημάτων ἀμ. without reward of money, Plut.', 'key': 'a)misqi/'}