κεράστης
κεράστης
κεράστης, ου,
horned, ἔλαφος Soph., Eur.:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, Aesch.
{
"content": "κεράστης\n κεράστης, ου,\n horned, ἔλαφος Soph., Eur.:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, Aesch.",
"key": "kera/sths"
}