Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
ἀμμορία
View word page
ἀμιξία
ἀμιξία ἄμικτος of persons, want of intercourse, ἀλλήλων with one another, Thuc.; πρός τινα Luc.; ἀμιξίη χρημάτων want of money dealings, Hdt.

ShortDef

want of intercourse

Debugging

Headword:
ἀμιξία
Headword (normalized):
ἀμιξία
Headword (normalized/stripped):
αμιξια
IDX:
1776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1776
Key:
a)mici/a

Data

{'content': 'ἀμιξία\n ἄμικτος\n of persons, want of intercourse, ἀλλήλων with one another, Thuc.; πρός τινα Luc.; ἀμιξίη χρημάτων want of money dealings, Hdt.', 'key': 'a)mici/a'}