Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κέντρον
κεντροτυπής
κεντρόω
κέντρων
κεντυρίων
κέντωρ
κένωσις
κέπφος
κεραία
κεραΐζω
κεραϊστής
κεραίω
κεραμεία
Κεραμεικός
κεραμεῖον
Κεραμεῖς
κεραμεοῦς
κεραμεύς
κεραμεύω
κεραμικός
κεράμινος
View word page
κεραϊστής
κεραϊστής from κεραΐζω κεραϊστής, οῦ, a ravager, robber, Hhymn.

ShortDef

plunderer

Debugging

Headword:
κεραϊστής
Headword (normalized):
κεραϊστής
Headword (normalized/stripped):
κεραιστης
IDX:
17738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17756
Key:
keraisth/s

Data

{'content': 'κεραϊστής\n from κεραΐζω\n κεραϊστής, οῦ,\n a ravager, robber, Hhymn.', 'key': 'keraisth/s'}