Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμέσον
View word page
ἀμίμητος
ἀμίμητος μιμέομαι inimitable, Anth.; τινί in a thing, Plut.:—adv. -τως, Anth.

ShortDef

inimitable

Debugging

Headword:
ἀμίμητος
Headword (normalized):
ἀμίμητος
Headword (normalized/stripped):
αμιμητος
IDX:
1775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1775
Key:
a)mi/mhtos

Data

{'content': 'ἀμίμητος\n μιμέομαι\n inimitable, Anth.; τινί in a thing, Plut.:—adv. -τως, Anth.', 'key': 'a)mi/mhtos'}