Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κενόω
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
κεντέω
κεντρηνεκής
κεντρίζω
κεντρομανής
κέντρον
κεντροτυπής
κεντρόω
κέντρων
κεντυρίων
κέντωρ
κένωσις
κέπφος
κεραία
κεραΐζω
View word page
κεντρομανής
κεντρομανής κεντρο-μᾰνής, ές μαίνομαι madly spurring, or spurring to madness, Anth.
ShortDef
madly spurring
Debugging
Headword:
κεντρομανής
Headword (normalized):
κεντρομανής
Headword (normalized/stripped):
κεντρομανης
IDX:
17727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17745
Key:
kentromanh/s
Data
{'content': 'κεντρομανής\n κεντρο-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n madly spurring, or spurring to madness, Anth.', 'key': 'kentromanh/s'}