Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κενόφρων
κενοφωνία
κενόω
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
κεντέω
κεντρηνεκής
κεντρίζω
κεντρομανής
κέντρον
κεντροτυπής
κεντρόω
κέντρων
κεντυρίων
κέντωρ
κένωσις
κέπφος
View word page
κεντρηνεκής
κεντρηνεκής κεντρ-ηνεκής, ές *ἐνέγκω spurred or goaded on, Il.
ShortDef
spurred
Debugging
Headword:
κεντρηνεκής
Headword (normalized):
κεντρηνεκής
Headword (normalized/stripped):
κεντρηνεκης
IDX:
17725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17743
Key:
kentrhnekh/s
Data
{'content': 'κεντρηνεκής\n κεντρ-ηνεκής, ές\n *ἐνέγκω\n spurred or goaded on, Il.', 'key': 'kentrhnekh/s'}