Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
ἀμιτροχίτωνες
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
View word page
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιοι ἀμίμητος, βίος inimitable in oneʼs life, Plut.

ShortDef

the 'Inimitables'

Debugging

Headword:
ἀμιμητόβιοι
Headword (normalized):
ἀμιμητόβιοι
Headword (normalized/stripped):
αμιμητοβιοι
IDX:
1774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1774
Key:
a)mimhto/bios

Data

{'content': 'ἀμιμητόβιοι\n ἀμίμητος, βίος\n inimitable in oneʼs life, Plut.', 'key': 'a)mimhto/bios'}