Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κενολόγος
κενός
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνία
κενόω
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
κεντέω
κεντρηνεκής
κεντρίζω
κεντρομανής
κέντρον
κεντροτυπής
View word page
Κενταυρίδης
Κενταυρίδης Κενταυρίδης, ου, of or from Centaurs, ἵππος K. a Thessalian horse, Luc.

ShortDef

sprung from Centaurs

Debugging

Headword:
Κενταυρίδης
Headword (normalized):
κενταυρίδης
Headword (normalized/stripped):
κενταυριδης
IDX:
17719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17736
Key:
*kentauri/dhs

Data

{'content': 'Κενταυρίδης\n Κενταυρίδης, ου,\n of or from Centaurs, ἵππος K. a Thessalian horse, Luc.', 'key': '*kentauri/dhs'}