Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κενολογέω
κενολόγος
κενός
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνία
κενόω
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
κεντέω
κεντρηνεκής
κεντρίζω
κεντρομανής
κέντρον
View word page
Κενταύρειος
Κενταύρειος Κενταύρειος, α, ον Centaurian, of Centaurs, Eur.

ShortDef

Centaurian, of Centaurs

Debugging

Headword:
Κενταύρειος
Headword (normalized):
κενταύρειος
Headword (normalized/stripped):
κενταυρειος
IDX:
17718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17735
Key:
*kentau/reios

Data

{'content': 'Κενταύρειος\n Κενταύρειος, α, ον\n Centaurian, of Centaurs, Eur.', 'key': '*kentau/reios'}