Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κενεόφρων
κενεών
κενοδοντίς
κενολογέω
κενολόγος
κενός
κενοταφέω
κενοτάφιον
κενότης
κενοφροσύνη
κενόφρων
κενοφωνία
κενόω
Κενταύρειος
Κενταυρίδης
Κενταυρικός
κενταυρομαχία
κενταυροπληθής
Κένταυρος
κεντέω
κεντρηνεκής
View word page
κενόφρων
κενόφρων φρήν empty-minded, Aesch.

ShortDef

empty-minded (LSJ κενεόφρων)

Debugging

Headword:
κενόφρων
Headword (normalized):
κενόφρων
Headword (normalized/stripped):
κενοφρων
IDX:
17715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17732
Key:
keno/frwn

Data

{'content': 'κενόφρων\n φρήν\n empty-minded, Aesch.', 'key': 'keno/frwn'}