Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἀμίς
View word page
ἅμιλλα
ἅμιλλα ἅμα a contest for superiority, a conflict, Hdt., etc. c. gen. rei, ἰσχύος ἅμ. a trial of strength, Pind.; ποδοῖν, λόγων ἅμ. Eur.; ἀρετῆς Plat.; c. gen. objecti, ἅμ. λέκτρων a contest for marriage, Eur.; so with an adj., ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος a striving after wealth or children, Eur.

ShortDef

a contest for superiority, a conflict

Debugging

Headword:
ἅμιλλα
Headword (normalized):
ἅμιλλα
Headword (normalized/stripped):
αμιλλα
IDX:
1771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1771
Key:
a(/milla

Data

{'content': 'ἅμιλλα\n ἅμα\n a contest for superiority, a conflict, Hdt., etc.\n c. gen. rei, ἰσχύος ἅμ. a trial of strength, Pind.; ποδοῖν, λόγων ἅμ. Eur.; ἀρετῆς Plat.; c. gen. objecti, ἅμ. λέκτρων a contest for marriage, Eur.; so with an adj., ἅμ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος a striving after wealth or children, Eur.', 'key': 'a(/milla'}