Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλω
κέλομαι
Κελτικός
Κελτιστί
Κελτοί
κελύφανον
κέλυφος
κέλωρ
κεμάς
κεναγγής
κενανδρία
κένανδρος
κεναυχής
View word page
Κελτικός
Κελτικός from Κελτοί Κελτικός, ή, όν Celtic, Gallic, fem. Κελτίς, ίδος, Anth.
ShortDef
Celtic, Gallic
Debugging
Headword:
Κελτικός
Headword (normalized):
κελτικός
Headword (normalized/stripped):
κελτικος
IDX:
17691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17708
Key:
*keltiko/s
Data
{'content': 'Κελτικός\n from Κελτοί\n Κελτικός, ή, όν\n Celtic, Gallic, fem. Κελτίς, ίδος, Anth.', 'key': '*keltiko/s'}