Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλω
κέλομαι
Κελτικός
Κελτιστί
Κελτοί
κελύφανον
κέλυφος
View word page
κελέων
κελέων κελέων, ονος, obsol. sg. of κελέοντες
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κελέων
Headword (normalized):
κελέων
Headword (normalized/stripped):
κελεων
IDX:
17685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17702
Key:
kele/wn
Data
{'content': 'κελέων\n κελέων, ονος,\n obsol. sg. of κελέοντες', 'key': 'kele/wn'}