Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλω
κέλομαι
Κελτικός
Κελτιστί
Κελτοί
View word page
κελευτιάω
κελευτιάω κελευτιάω, Frequentat. of κελεύω, as πνευστιάω from πνέω only used in Epic part. (dual), κελευτιόωντε continually urging on [the men], Il.
ShortDef
continually urging on
Debugging
Headword:
κελευτιάω
Headword (normalized):
κελευτιάω
Headword (normalized/stripped):
κελευτιαω
IDX:
17683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17700
Key:
keleutia/w
Data
{'content': 'κελευτιάω\n κελευτιάω,\n Frequentat. of κελεύω, as πνευστιάω from πνέω\n only used in Epic part. (dual), κελευτιόωντε \n continually urging on [the men], Il.', 'key': 'keleutia/w'}