Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλω
κέλομαι
Κελτικός
View word page
κελευστής
κελευστής κελευστής, οῦ, κελεύω the signalman on board ship, who gave the time to the rowers, Eur., Thuc.

ShortDef

the signalman

Debugging

Headword:
κελευστής
Headword (normalized):
κελευστής
Headword (normalized/stripped):
κελευστης
IDX:
17681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17698
Key:
keleusth/s

Data

{'content': 'κελευστής\n κελευστής, οῦ,\n κελεύω\n the signalman on board ship, who gave the time to the rowers, Eur., Thuc.', 'key': 'keleusth/s'}