Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
κέλης
κελητίζω
κελήτιον
κέλλω
κέλομαι
View word page
κελευσμοσύνη
κελευσμοσύνη κελευσμοσύνη, ἡ, Ionic for κέλευσμα, Hdt.

ShortDef

order, command

Debugging

Headword:
κελευσμοσύνη
Headword (normalized):
κελευσμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κελευσμοσυνη
IDX:
17680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17697
Key:
keleusmosu/nh

Data

{'content': 'κελευσμοσύνη\n κελευσμοσύνη, ἡ,\n Ionic for κέλευσμα, Hdt.', 'key': 'keleusmosu/nh'}