Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
κέλης
κελητίζω
View word page
κέλευθος
κέλευθος .κέλευθος, ἡ, a road, way, path, track, Hom., etc.; ὑγρὰ κέλευθα, ἰχθυόεντα κέλευθα, of the sea, Od.; ἀνέμων κέλευθα or κέλευθοι Hom.; ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι i. e. night and day follow closely, Od.; ἄρκτου στροφάδες κ. their paths or orbits, Soph. a journey, voyage, Hom.; πολλὴ κ., i. e. a great distance, Soph. an expedition, Aesch. a way of going, walk, gait, Eur.:—metaph. a way of life, Aesch., Eur.

ShortDef

a road, way, path, track

Debugging

Headword:
κέλευθος
Headword (normalized):
κέλευθος
Headword (normalized/stripped):
κελευθος
IDX:
17677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17694
Key:
ke/leuqos

Data

{'content': 'κέλευθος\n .κέλευθος, ἡ,\n a road, way, path, track, Hom., etc.; ὑγρὰ κέλευθα, ἰχθυόεντα κέλευθα, of the sea, Od.; ἀνέμων κέλευθα or κέλευθοι Hom.; ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι i. e. night and day follow closely, Od.; ἄρκτου στροφάδες κ. their paths or orbits, Soph.\n a journey, voyage, Hom.; πολλὴ κ., i. e. a great distance, Soph.\n an expedition, Aesch.\n a way of going, walk, gait, Eur.:—metaph. a way of life, Aesch., Eur.', 'key': 'ke/leuqos'}