Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
κελέων
View word page
κελευθοποιός
κελευθοποιός κελευθο-ποιός, όν ποιέω road-making, Aesch.

ShortDef

road-making

Debugging

Headword:
κελευθοποιός
Headword (normalized):
κελευθοποιός
Headword (normalized/stripped):
κελευθοποιος
IDX:
17675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17692
Key:
keleuqopoio/s

Data

{'content': 'κελευθοποιός\n κελευθο-ποιός, όν\n ποιέω\n road-making, Aesch.', 'key': 'keleuqopoio/s'}