Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
κελευσμοσύνη
κελευστής
κελευστός
κελευτιάω
κελεύω
View word page
κελευθήτης
κελευθήτης κελευθήτης, ου, a wayfarer, Anth.

ShortDef

a wayfarer

Debugging

Headword:
κελευθήτης
Headword (normalized):
κελευθήτης
Headword (normalized/stripped):
κελευθητης
IDX:
17674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17691
Key:
keleuqh/ths

Data

{'content': 'κελευθήτης\n κελευθήτης, ου,\n a wayfarer, Anth.', 'key': 'keleuqh/ths'}