Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
κελευσμός
View word page
κελαινώπας
κελαινώπας ὤψ black-faced, swarthy, gloomy, Soph.: fem., κελαινῶπις Pind.

ShortDef

black-faced, swarthy, gloomy

Debugging

Headword:
κελαινώπας
Headword (normalized):
κελαινώπας
Headword (normalized/stripped):
κελαινωπας
IDX:
17669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17686
Key:
kelainw/pas

Data

{'content': 'κελαινώπας\n ὤψ\n black-faced, swarthy, gloomy, Soph.: fem., κελαινῶπις Pind.', 'key': 'kelainw/pas'}