Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
κελευθοπόρος
κέλευθος
κέλευσμα
View word page
κελαινόχρως
κελαινόχρως κελαινό-χρως, ωτος, black-coloured, Anth.

ShortDef

black-coloured

Debugging

Headword:
κελαινόχρως
Headword (normalized):
κελαινόχρως
Headword (normalized/stripped):
κελαινοχρως
IDX:
17668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17685
Key:
kelaino/xrws

Data

{'content': 'κελαινόχρως\n κελαινό-χρως, ωτος,\n black-coloured, Anth.', 'key': 'kelaino/xrws'}