Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
κελευθήτης
κελευθοποιός
View word page
κελαινός
κελαινός .κελαινός, ή, όν black, swart, dark, murky, Hom., etc.

ShortDef

black, swart, dark, murky

Debugging

Headword:
κελαινός
Headword (normalized):
κελαινός
Headword (normalized/stripped):
κελαινος
IDX:
17665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17682
Key:
kelaino/s

Data

{'content': 'κελαινός\n .κελαινός, ή, όν\n black, swart, dark, murky, Hom., etc.', 'key': 'kelaino/s'}