Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κέκροψ
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
κελέβη
κελέοντες
View word page
κελαινόβρωτος
κελαινόβρωτος κελαινό-βρωτος, ον black and bloody with gnawing, Aesch.

ShortDef

black and bloody with gnawing

Debugging

Headword:
κελαινόβρωτος
Headword (normalized):
κελαινόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
κελαινοβρωτος
IDX:
17663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17680
Key:
kelaino/brwtos

Data

{'content': 'κελαινόβρωτος\n κελαινό-βρωτος, ον\n black and bloody with gnawing, Aesch.', 'key': 'kelaino/brwtos'}