Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁμῆ
ἄμης
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρέω
ἄμικτος
ἁμιλλάομαι
ἅμιλλα
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἀμιμητόβιοι
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμισθί
View word page
ἀμιθρέω
ἀμιθρέω by Epic metath. for ἀριθμέω, Theocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμιθρέω
Headword (normalized):
ἀμιθρέω
Headword (normalized/stripped):
αμιθρεω
IDX:
1768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1768
Key:
a)miqre/w

Data

{'content': 'ἀμιθρέω\n by Epic metath. for ἀριθμέω, Theocr.', 'key': 'a)miqre/w'}