Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κεκράκτης
κεκραξιδάμας
Κέκροψ
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
κελαρύζω
View word page
κελαινεγχής
κελαινεγχής κελαιν-εγχής, ές with black (i. e. bloody) spear, Pind.

ShortDef

with black

Debugging

Headword:
κελαινεγχής
Headword (normalized):
κελαινεγχής
Headword (normalized/stripped):
κελαινεγχης
IDX:
17661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17678
Key:
kelainegxh/s

Data

{'content': 'κελαινεγχής\n κελαιν-εγχής, ές\n with black (i. e. bloody) spear, Pind.', 'key': 'kelainegxh/s'}