Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κεκραγμός
κεκράκτης
κεκραξιδάμας
Κέκροψ
κεκρύφαλος
κελαδεινός
κελαδέω
κελάδημα
κελαδῆτις
κέλαδος
κελάδω
κελαινεγχής
κελαινεφής
κελαινόβρωτος
κελαινόομαι
κελαινός
κελαινοφαής
κελαινόφρων
κελαινόχρως
κελαινώπας
κελαινώψ
View word page
κελάδω
κελάδω κελάδω, Epic form of κελαδέω used in part. only sounding, roaring, Hom., Theocr.

ShortDef

sounding, roaring

Debugging

Headword:
κελάδω
Headword (normalized):
κελάδω
Headword (normalized/stripped):
κελαδω
IDX:
17660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17677
Key:
kela/dw

Data

{'content': 'κελάδω\n κελάδω,\n Epic form of κελαδέω\n used in part. only\n sounding, roaring, Hom., Theocr.', 'key': 'kela/dw'}